ασυγκλωστος

ασυγκλωστος
    ἀσύγκλωστος
    ἀ-σύγκλωστος
    2
    несовместимый Cic.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ασυγκλωστος" в других словарях:

  • ασύγκλωστος — ἀσύγκλωστος, ον (AM) [συγκλώθω] 1. αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο ασύνδετος 2. ο παράταιρος, ο ασυμβίβαστος …   Dictionary of Greek

  • ἀσύγκλωστος — not interwoven masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύγκλωστον — ἀσύγκλωστος not interwoven masc/fem acc sg ἀσύγκλωστος not interwoven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκλώστους — ἀσύγκλωστος not interwoven masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύγκλωστα — ἀσύγκλωστος not interwoven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύγκλωστοι — ἀσύγκλωστος not interwoven masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»